υποσιτισμός

υποσιτισμός
(Ιατρ.). Ο υ. παρατηρείται στα βρέφη, των οποίων η μητέρα ή η τροφός δεν έχει αρκετό γάλα ή έχει γάλα κακής ποιότητας, (χωρίς αρκετό βούτυρο). Τα βρέφη που τρέφονται τεχνητά υποσιτίζονται αν το γάλα είναι φτωχό σε βούτυρο ή όταν οι μερίδες του είναι μικρές. Υ. παρουσιάζεται και σε παιδιά που κάνουν ειδική δίαιτα και δεν τρώνε κανονικά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο υ. οδηγεί σε διαταραχές της πέψης και της θρέψης και μπορεί να καταλήξει σε θανατηφόρα καχεξία. Στα νεότερα χρόνια ο όρος υ. χρησιμοποιείται και για τα παιδιά διαφόρων λαών που δεν τρέφονται ικανοποιητικά και τελικά δεν αναπτύσσονται κανονικά. Το φαινόμενο παρατηρείται βασικά σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής και της Ασίας, όπου ο αριθμός των υποσιτισμένων παιδιών είναι μεγάλος. Με το πρόβλημα του υ. του είδους ασχολούνται διάφορες οργανώσεις, οι περισσότερες εξαρτώμενες από τον OHE. Μικρό παιδί που υποφέρει από υποσιτισμό (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποσιτίζω
2. ιατρ. τύπος κακής διατροφής, κατά τον οποίο οι λαμβανόμενες τροφές είναι ποσοτικά ανεπαρκείς επί αρκετά μακρό χρονικό διάστημα, ώστε να προκαλούνται λειτουργικές ή οργανικές διαταραχές τού οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποσιτίζω. Ως όρος τής ιατρ. η λ. είναι απόδοση ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. γαλλ. sous-alimentation].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποσιτισμός — ο θρέψη λειψή σε ποσότητα ή σε διάφορα αναγκαία για τον οργανισμό στοιχεία (βιταμίνες, πρωτεΐνες κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναφαγιά — η 1. έλλειψη φαγητού ή αποχή από αυτό, ασιτία, νηστεία 2. λιγοστό φαΐ, υποσιτισμός …   Dictionary of Greek

  • κακοσιτία — η (Α κακοσιτία) [κακόσιτος] 1. κακή σίτιση, υποσιτισμός, ελλιπής διατροφή, ανεπαρκής θρέψη 2. ανορεξία, έλλειψη ορέξεως, αηδία προς τις τροφές, δυσκολία στο φαγητό …   Dictionary of Greek

  • κακοτροφία — η (Α κακοτροφία) [κακοτροφώ] κακή διατροφή, ανεπαρκής τροφή, υποσιτισμός αρχ. κακή θρέψη …   Dictionary of Greek

  • κακοφαγία — η 1. το να τρώγει κανείς ανεπαρκή ή ανθυγιεινή τροφή, ολιγοφαγία, υποσιτισμός, κακή διατροφή 2. (ψυχιατρ.) παθολογική ψυχική κατάσταση ατόμων που από διαστροφή τής ορέξεως τρώνε είδη ακατάλληλα για διατροφή ή και βλαβερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + …   Dictionary of Greek

  • προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • νηστικάδα — η 1. κακοσμία του στόματος του νηστικού. 2. έλλειψη κανονικής τροφής, υποσιτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποτροφία — η 1. το να είναι κάποιος υπότροφος (βλ. λ.), η συντήρηση και οι σπουδές κάποιου με δαπάνες τρίτου: Πέτυχε υποτροφία για το εξωτερικό. 2. η δαπάνη που πληρώνει τρίτος (πρόσωπο, οργανισμός κτλ.) για τη συντήρηση και εκπαίδευση σπουδαστή: Το κράτος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”